Ο μύθος του Τεποζτέκο

Μία από τις ιστορίες που μας έλεγαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας λέει ότι πριν από πολλά χρόνια υπήρχε ένας παντοδύναμος βασιλιάς, ο οποίος είχε μία κόρη, μια όμορφη πριγκίπισσα που την φρόντιζαν πολύ μιας και ήταν η κληρονόμος του βασιλείου του Τεποζτλάν.

Αυτή συνήθιζε να λούζεται στον ποταμό Ατόγκο, όπου υπήρχαν πολλά λουλούδια και ψηλά δέντρα. Μια μέρα φύσηξε ένας δυνατός άνεμος, ήταν ο θεός του ανέμου, και όταν κόπασε ο άνεμος τότε η πριγκίπισσα είχε ήδη ξελογιαστεί από αυτόν. Τότε αποφάσισε να φύγει μακριά από τους γονείς της, και μόνο συναντιώταν με τους υπηρέτες της οι οποίοι ήξεραν τι της συνέβαινε. Ώσπου μια μέρα γέννησε ένα μωρό, και οι υπηρέτες το έβαλαν σ' ένα ψάθινο καλάθι και το έριξαν στον ποταμό. Μέχρι την επόμενη μέρα όμως αυτό έπλευσε μέχρι την όχθη, ανάμεσα στα λουλούδια που ξεκίνησαν να το ταΐζουν και να το ποτίζουν.

Η πριγκίπισσα τότε διέταξε το μωρό να ριχτεί σε μια φωλιά μυρμηγκιών, αλλά μέχρι την επόμενη μέρα τα μυρμήγκια του έδιναν τροφή και το φρόντιζαν. Τότε η πριγκίπισσα διέταξε πάλι να το ρίξουν σε ένα φυτό αγαύης, αλλά μέχρι την επόμενη μέρα η αγαύη σχημάτισε ένα καταφύγιο με τα φύλλα της, και με τις δροσοσταλίδες της του έδινε νερό. Την τέταρτη μέρα η πριγκίπισσα διέταξε να ρίξουν το μωρό σε έναν λάκκο. Ευτυχώς όμως το βρήκε ένα ζευγάρι από ηλικιωμένους που ζούσε σε μια κοντινή σπηλιά.

Έκτοτε, το ζευγάρι φρόντιζε και αγαπούσε το μωρό σαν να ήταν δικό τους, και το παιδί έτρεχε ανέμελο στα βουνά, έπαιζε με τα ζώα, αγαπούσε όλα τα λουλούδια, περνούσε τον καιρό του ανέμελα, μέχρι που μια μέρα έφτασε μια διαταγή από τον βασιλιά (τον παππού του), που έλεγε ότι οι θετοί γονείς του έπρεπε να παραδοθούν στον γιγάντιο δράκο του Χοτσικάλκο για να τους φάει, καθώς ήταν η σειρά τους, σύμφωνα με το έθιμο να προσφέρονται οι γέροι της περιοχής στον δράκο.

Το παιδί εναντιώθηκε σε αυτήν την εντολή, και ζήτησε από τον βασιλιά να του επιτρέψει να πάρει αυτό την θέση τους. Έτσι δέχτηκε ο βασιλιάς, αλλά οι γονείς του παιδιού λυπήθηκαν πολύ, και του έλεγαν ότι ήταν καλύτερα να φαγωθούν εκείνοι μιας και αυτή ήταν η μοίρα τους, και επειδή ήταν μεγάλοι σε ηλικία. Το παιδί τους είπε να μην ανησυχούσαν, και να παρατηρούσαν τον ουρανό. Όταν θα έβλεπαν στον ουρανό άσπρο καπνό, αυτό θα σήμαινε ότι θα είχε νικήσει τον δράκο, αλλά εάν έβλεπαν μαύρο καπνό, τότε θα σήμαινε ότι το παιδί θα ήταν νεκρό.

Έτσι, ήρθαν φρουροί να τον πάρουν και ξεκίνησαν ένα μακρύ δρόμο προς τον δράκο. Το παιδί κατά τη διαδρομή μάζευε οψιδιανούς, αλλά οι φρουροί δεν έδωσαν σημασία γιατί νόμιζαν ότι έπαιζε μ' αυτές τις μαύρες πέτρες.


Όταν έφτασαν μπροστά από τον δράκοντα, αυτός έδειξε να ενοχλείται πολύ γιατί περίμενε να φάει γέρους και όχι ένα παιδί, παρόλο που η σάρκα του παιδιού ήταν πιο τρυφερή, αλλά αυτό δεν τον ικανοποιούσε. Παρόλα αυτά, ο δράκος εξέπνευσε φωτιά, και με μια μόνο χαψιά κατάπιε τον Τεποζτέκο, ο οποίος με μεγάλη ευελιξία κατάφερε να περάσει από τα κοφτερά δόντια του δράκου χωρίς να τον αγγίξουν, και γρήγορα ξεκίνησε το δύσκολο έργο του έχοντας σαν όπλο τους οψιδιανούς που μάζεψε προηγουμένως. Ο δράκος τότε κατέρρευσε ρίχνοντας πολλή φωτιά, μέχρι που μόνο έβγαινε καπνός από το ματωμένο ρύγχος του.

Οι γονείς του παιδιού που με υπομονή και θλίψη κοιτούσαν τον γαλάζιο ουρανό, είδαν ξαφνικά έναν άσπρο καπνό! Και από τότε όλο το χωριό είχε μεγάλο σεβασμό προς το παιδί που το είχε σώσει από τον δράκο. Έτσι πέρασε ο καιρός, το παιδί μεγάλωσε, και έγινε παντοδύναμος, έγινε ο βασιλιάς του χωριού του. Έγινε ο θεός του ανέμου.

Μια μέρα προσκλήθηκε σε μία γιορτή στην Κουερναβάκα όπου θα παρευρίσκονταν όλοι οι βασιλιάδες της περιοχής. Κατέφτασε στην γιορτή ντυμένος με απλά ρούχα σαν ένας χωρικός, αλλά δεν τον άφησαν να εισέλθει, ούτε ακόμα όταν τους είπε ότι ήταν ο βασιλιάς του Τεποζτλάν. Τότε προκάλεσε έναν δυνατό άνεμο, τόσο δυνατό που οι φρουροί δεν έβλεπαν τίποτε. Όταν κόπασε ο άνεμος, εμφανίστηκε ένας λαμπρός βασιλιάς, με κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, χρυσό, με την καλύτερη αμφίεση, και τότε τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές, του έδωσαν περίοπτη θέση στο τραπέζι και του σέρβιραν τα καλύτερα φαγητά και ποτά. Ο βασιλιάς τότε έχυσε τα ποτά επάνω στα ρούχα του, και όλοι ξαφνιασμένοι τον ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό. Τότε αυτός αποκρίθηκε "πριν λίγο ήρθα ντυμένος σαν ένας απλός χωρικός και δεν με αφήσατε να μπω, όταν όμως ντύθηκα καλύτερα και από τον κάθε βασιλιά που βρίσκεται εδώ, τότε έγινα το κέντρο της προσοχής. Εσείς δηλαδή προσφέρατε φαγητό και ποτό στα ρούχα αλλά όχι στον άνθρωπο."

Αργότερα ξεκίνησαν να παίζουν τα τύμπανα τεπονάζτλι και ο βασιλιάς θέλησε να τα παίξει και αυτός, όμως δεν τον άφησαν. Τότε αποφάσισε να πάρει μαζί του το όργανο και σήκωσε έναν μεγάλο άνεμο. Όταν σταμάτησε ο άνεμος, τότε είδαν όλοι ότι το τύμπανο και ο βασιλιάς είχαν ήδη εξαφανιστεί, και ξεκίνησαν να τον κυνηγούν. Όταν σιγά σιγά τον έφταναν, αυτός δημιούργησε έναν μεγάλο ποταμό, στους λόφους της Γουαδαλουπίτα, εκεί που βρίσκεται σήμερα το γεφύρι του Πορφύριο Ντίαζ στην Κουερναβάκα, αλλά μέχρι να περάσουν το ποτάμι, ο βασιλιάς βρισκόταν ήδη στα βουνά και έπαιζε το τεπονάζτλι και χόρευε.

Μία άλλη φορά, όταν κατασκευαζόταν ο καθεδρικός ναός της πόλης του Μεξικού, δεν μπορούσαν οι εργάτες να ανεβάσουν τις καμπάνες στο καμπαναριό, και αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τον Τεποζτέκο μιας και ήξεραν τις μεγάλες του δυνάμεις. Αυτός, μετά από έναν μεγάλο άνεμο που σκοτείνιασε την πόλη, βρέθηκε να χτυπάει τις καμπάνες του καθεδρικού. Σαν ευχαριστία του έδωσαν ένα κουτί. Αυτός έδωσε το κουτί στους ηλικιωμένους γονείς του που τον συνόδευαν, και τους ζήτησε να μην το ανοίξουν, αλλά να το θάψουν στο κέντρο του Τεποζτλάν. Ωστόσο η περιέργεια τους ήταν μεγαλύτερη, και παρά τις εντολές του παιδιού τους, φτάνοντας στο Τεποζτλάν, άνοιξαν το κουτί και από μέσα πέταξαν προς τους ουρανούς πέντε περιστέρια με μεγάλα φτερά. Το πρώτο πήγε προς την Κουερναβάκα, το δεύτερο στο Γιαουτεπέκ, το τρίτο στο Τλαγιακαπάν, το τέταρτο στο Οαχτεπέκ και το πέμπτο στο Τλαλμανάλκο, και μέσα στο κουτί έμειναν πέντε πέτρες σαν σύμβολο του θησαυρού.

Ο Τεποζτέκο δεν επέστρεψε ποτέ ξανά, και αυτός ήταν και ο λόγος που το χωριό έχασε την αίγλη του, πτώχευσε, και τα πλούτη του διαμοιράστηκαν σε άλλες πόλεις.


Μετάφραση από το "Leyenda del Tepozteco".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου