Mariposa de Obsidiana

Arde, cae en mi: soy la fosa de cal viva que cura los huesos de su pesadumbre. 
Muere en mis labios. 
Nace en mis ojos. 
De mi cuerpo brotan imagenes: bebe en esas aguas y recuerda lo que olvidaste al nacer. 
Soy la herida que no cicatriza, la pequeña piedra solar: si me rozas, el mundo se incendia.
Toma mi collar de lagrimas. 
Te espero en ese lado del tiempo en donde la luz inaugura un reinado dichoso: el pacto de los gemelos
enemigos, del agua que escapa entre los dedos de hielo, petrificado como un rey en su orgullo. 
Alli abrirás mi cuerpo en dos, para leer las letras de tu destino.

Fragmento de “Mariposa de Obsidiana”, Octavio Paz.

---------------------------------------------------------------------

Καίει, πέφτει επάνω μου: είμαι ο λάκκος του ζωντανού ασβέστη που θεραπεύει τα κόκκαλα της θλίψης του.
Πεθαίνει στα χείλη μου.
Γιεννιέται στα μάτια μου.
Από το σώμα μου ξεπηδούν εικόνες: πιες σε αυτά τα νερά και θυμήσου αυτό που ξέχασες στη γέννηση.
Είμαι η πληγή που δεν γιατρεύεται, ένα λιθαράκι του ήλιου: αν με χαϊδέψεις, ο κόσμος φλέγεται.
Πάρε το περιδέραιο δακρύων μου.
Σε περιμένω σ' αυτή την πλευρά του χρόνου όπου το φως εγκαινιάζει μια μακάρια βασιλεία: τη συμφωνία των διδύμων εχθρών, του νερού που δραπετεύει από τα παγωμένα δάκτυλα, πετρωμένο σαν ένας περήφανος βασιλιάς.
Εκεί θ' ανοίξεις το κορμί μου στα δυο, για να διαβάσεις τα γράμματα του προορισμού σου.

Απόσπασμα από την "Πεταλούδα Οψιδιανιού", του Οκτάβιο Πάζ.

Four Poems

 Four Poems

(tseltal-english-ελληνικά)

Adriana López
Tseltal writer Adriana López.

Sijts’

X-Ajaw te yakubteson sok te st’ujbilale.
Ja’ la smukbon jsit k’alal alalonto-a
K’alal te jme’e yot’anax swayteson
Yu’un jich ya xiwtes bael-a ta sk’ajk’al sitile. 

Sok te sch’ababet ta sbajtel k’inal 
Ya smakbon te k’aal jich bit’il pixil
Ja’nix jich ya me speton ta sikil k’inal.

Ta jujun rominko ya smukbon jmul
K’alal jpok sok sk’op kajualtik te binti jkujch’in
Yu’un jich ma jmajuley jba sok te snujk’ulel woklajel.

Ya jst’ikbeytik smul te sbiile 
Melel ja’ yak’ x-a’anon sok te jwayichiletike,
Banti xpaxaj te sna’jibal ku’une.

Janixme-a,
Te ya sts’ujetsbon yalal kijk’atse 
K’alal yakalon bael ta sleel te banti ya xk’otone.

 

Rebozo

She is a goddess drunk on beauty.
She hides the newborn’s face 
while its mother lulls it to sleep, 
warding off the evil eye. 

Desiring eternal silence, 
she shades my head from the sun
and embraces me warmly on my coldest days. 

She covers my sins on Sundays, 
as I cleanse my guilt with Our Father’s
to save myself from torment’s eternal whip. 

Her name is a pretext
that curls up next to me to chat with my dreams
and wandering memories.

She’s the same one, 
who lightens my load, knotted to my chest,
while I walk toward my destiny. 


Σάλι

Είναι μια θεά μεθυσμένη από την ομορφιά.
Κρύβει το πρόσωπο του νεογέννητου
ενώ η μητέρα του το νανουρίζει για ύπνο,
προφυλάσσοντας το απ'το κακό μάτι.

Επιθυμώντας την αιώνια σιωπή,
σκιάζει το κεφάλι μου από τον ήλιο
και με αγκαλιάζει ζεστά τις πιο κρύες μέρες μου.

Καλύπτει τις αμαρτίες μου τις Κυριακές,
καθώς καθαρίζω τις ενοχές μου με του Πατέρα μας
για να σώσω τον εαυτό μου από το αιώνιο μαστίγιο του βασάνου.

Το όνομά της είναι πρόφαση
που κουλουριάζεται δίπλα μου για να κουβεντιάσει με τα όνειρά μου
και τις περιπλανώμενες μου αναμνήσεις.

Είναι αυτή η ίδια,
που ελαφρύνει το φορτίο μου, δεμένο στο στήθος μου,
ενώ περπατώ προς το πεπρωμένο μου.


Ya’lel Puyetik

Aka xch’oj lok’el bayal puyetik te nab
yu’un yich’ bonel bats’il nopjibbaletik
sok sbonojibal te smon k’eluyeletik.
Aka spas yach’il namal wayichiletik sok te stujb buts’an yik’,
k’unk’unuk xch’albey sk’op uma’ pak’etik
nichimetik te yak’bey sbujts’ kuxlejal ta sikil kinal.

 

Sea Snail Dye

Let the purple sea gather in foaming clouds
to dye mythic memories
with its eye-seducing tint. 
Let its perfumed saliva invent fantasies,
unhurriedly adorn the language of mute cloth 
with flowers that weather life in winter. 


Βαφή Θαλάσσιου Σαλιγγαριού

Άφησε τη μωβ θάλασσα να μαζευτεί σε αφρίζοντα σύννεφα
να βάψει μυθικές αναμνήσεις
με τη σαγηνευτική απόχρωση της.
Άφησε το αρωματισμένο του σάλιο να εφεύρει φαντασίες,
στολίζοντας αβίαστα τη γλώσσα του βουβού υφάσματος
με λουλούδια που αντέχουν τη ζωή το χειμώνα.


Sniuyel Wayichiletik

Ta sonil animajel sk’ab 
sniuy na’jibal te ants
swenta kuxlejalil te ch’ayemix ta ot’anil.
Ta jujun sutetel sjojk’an sba k’ayojetik
snitbey yak’ul kuxlejalil,
jich yakal ta sniuyel wayichiletik 
te sk’ejbey slok’onbail sujt’esel.

 

Spinning Dreams

To the rhythm of her fast hands
the spinner spins memories 
of forgotten histories. 
With every turn she hangs songs,
fastening the strings of existence; 
that’s how she spins dreams
that bear the marks of return. 


Περιστρεφόμενα Όνειρα

Στο ρυθμό των γρήγορων χεριών της
η κλώστρια περιστρέφει αναμνήσεις
ξεχασμένων ιστοριών.
Σε κάθε στροφή κρεμάει τραγούδια,
στερεώνοντας τις χορδές της ύπαρξης,
έτσι γυρίζει τα όνειρα
που φέρουν τα σημάδια της επιστροφής.


Jalbil Pak

Leknax wayichinon.
Ja’ jich sok spisil te boniletike
x-ach’ub ta jk’ab te balumilale,
oranax la stak’ jal te batsil pak’
ta yolil snaul xch’ajlel te bayal sok sba
te yotik into ya spasbey slok’onbail jbiil
te ya sjeluley sba ta jujun k’aal.

Sok cholochol sna’jibal ot’anil
la jch’al te kuxlejalil ta sjalbil u,
la jsts’isbey te chaoxchajp sbonil wayichil
jich wojt’ te jalbil pak’ ta yolilal sbik’tal jk’ab.

Ay me ya xtuun ta k’in,
ay me sk’u’in te abatetik sok jalame’tiketik,
sok ay me te ya xtuun ta rominko k’alal xbootik ta ch’iwich.

Ch’ul pak’, 
Yot’an jal pak’
Snujk’ulel nopjibal te xkuxin ta sbajtel k’inal.

 

Huipil

It was a dream. 
And so with all its colors
I renewed the world in my hands,
weaving spinning wonders
among stubborn motifs
that now outline my name
apart from my everyday name. 

With the lines of memories
I painted life on the moon’s loom,
I embroidered the colors of dreams
and my huipil flowered between my fingers. 

There are huipils for festivals, 
for virgins, for saints,
and for the Sunday market. 

Ritual clothing,
artisan’s heart,
the immortal skin of memory. 


Huipil

Ήταν ένα όνειρο.
Και έτσι με όλα του τα χρώματα
ανανέωσα τον κόσμο στα χέρια μου,
υφαίνοντας περιστρεφόμενα θαύματα
ανάμεσα σε επίμονα μοτίβα
που τώρα περιγράφουν το όνομά μου
εκτός από το καθημερινό μου όνομα.

Με τις γραμμές των αναμνήσεων
Ζωγράφισα τη ζωή στον αργαλειό του φεγγαριού,
Κέντησα τα χρώματα των ονείρων
και το ανθισμένο huipil μου ανάμεσα στα δάχτυλά μου.

Υπάρχουν huipils για φεστιβάλ,
για παρθένες, για αγίους,
και για την κυριακάτικη αγορά.

Τελετουργικά ρούχα,
του τεχνίτη η καρδιά,
το αθάνατο δέρμα της μνήμης.

Original Post here

Τι γίνεται όταν πεθαίνουμε;

Ο εαυτός μου. Αυτό είναι το πρόβλημα σε όλο το θέμα. Αυτή η λέξη: "εαυτός". Δεν είναι αυτή η λέξη. Δεν είναι σωστή, έτσι; Δεν είναι. Πώς το ξέχασα αυτό;

Το σώμα σταματά ένα κύτταρο τη φορά, αλλά ο εγκέφαλος πυροδοτεί νευρώνες. Μικρούς κεραυνούς, με πυροτεχνήματα μέσα, και νόμιζα ότι θα απελπιστώ ή θα φοβηθώ, αλλά δεν νιώθω τίποτε απ' αυτά. Απολύτως. Επειδή είμαι πολύ απασχολημένος, τρέχω αυτήν τη στιγμή. Να θυμηθώ. 

Φυσικά. Θυμάμαι ότι κάθε άτομο του σώματός μου λαξεύτηκε σε ένα αστέρι. Αυτή η ύλη, αυτό το σώμα είναι κυρίως ένας κενός χώρος τελικά, και η συμπαγής ύλη; Απλή ενέργεια που δονείται αργά και δεν υπάρχω εγώ. Δεν υπήρχα ποτέ. Τα ηλεκτρόνια του σώματός μου χορεύουν ανακατεμένα με τα ηλεκτρόνια της γης από κάτω μου και τον αέρα που δεν αναπνέω πια.

Και θυμάμαι, ότι δεν υπάρχει σημείο που αυτά τελειώνουν και ξεκινάω εγώ. Θυμάμαι, είμαι ενέργεια. Όχι μνήμη. Όχι "εγώ". Το όνομα μου, η προσωπικότητα, οι επιλογές μου, ήρθαν όλα μετά. Υπήρχα και θα υπάρχω και μετά από αυτά. Τα υπόλοιπα είναι εικόνες που συλλέχθηκαν στην πορεία. Φευγαλέα όνειρα, αποτυπωμένα στον ιστό ενός ετοιμοθάνατου μυαλού. 


Κι εγώ είμαι το φως που αναβοσβήνει. Είμαι η ενέργεια που πυροδοτεί νευρώνες...κι επιστρέφω. Με την ανάμνηση και μόνο. Επιστρέφω στο σπίτι. Και είναι σαν σταγόνα νερού που πέφτει στον ωκεανό, επιστρέφει εκεί όπου ανήκει. Όλα ανήκουν κάπου. Όλοι μας ανήκουμε κάπου. Εσύ, εγώ, το παιδί μου, η μητέρα κι ο πατέρας μου, όποιος υπήρξε ποτέ, κάθε φυτό, ζώο ή άτομο, κάθε άστρο, κάθε γαλαξίας, τα πάντα.

Οι γαλαξίες είναι πιο πολλοί κι από τους κόκκους της άμμου, κι αυτό εννοούμε όταν μιλάμε για "Θεό". Τον έναν. Τον κόσμο και τα άπειρα όνειρα του. Εμείς είμαστε το σύμπαν που ονειρεύεται τον εαυτό του. Είναι απλώς ένα όνειρο που νομίζω πως είναι η ζωή μου, κάθε φορά. Αλλά θα το ξεχάσω. Όπως πάντα ξεχνώ τα όνειρα μου.

Αλλά τώρα, στο λεπτό, στη στιγμή που θα θυμηθώ, μόλις θυμηθώ, κατανοώ τα πάντα αμέσως. Δεν υπάρχει χρόνος. Δεν υπάρχει θάνατος. Η ζωή είναι ένα όνειρο. Είναι μια ευχή που κάνεις ξανά και ξανά για μια αιωνιότητα.

Και εγώ είμαι όλα αυτά. Είμαι τα πάντα. Είμαι το όλον. Είμαι αυτό που είμαι.


Απόσπασμα από τη σειρά "Midnight Mass".